-
1 επικυλινδεω
ἐπικυλινδέω, ἐπικῠλίω1) скатывать, наваливать(πέτρους ἐπί τινα Xen. и πέτρας τινί Polyb.)
; pass. скатываться2) нагромождать(τόκοι τόκοις ἐπικυλισθέντες Plut.; ἐπικυλινδείσθω καὴ ὅ Παρνασός, sc. τῇ Οἴτῃ Luc.)
3) катиться(κύματα ἐπικυλινδοῦντα Luc.)
-
2 επικυλιω...
ἐπικυλίω...ἐπικυλινδέω, ἐπικῠλίω1) скатывать, наваливать(πέτρους ἐπί τινα Xen. и πέτρας τινί Polyb.)
; pass. скатываться2) нагромождать(τόκοι τόκοις ἐπικυλισθέντες Plut.; ἐπικυλινδείσθω καὴ ὅ Παρνασός, sc. τῇ Οἴτῃ Luc.)
3) катиться(κύματα ἐπικυλινδοῦντα Luc.)